Home Up ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΚΟΝΕΣ 1821 &  Μ. ΡΕΥΜΑ

ΜΑΥΡΟΜΩΛΙΤΙΣΣΑ

    Home Up

  

ΠΑΝΑΓΙΑ η ΜΑΥΡΟΜΩΛΙΤΙΣΣΑ

     Κατά το περίφημο Φαναράκι του Βοσπόρου και όχι μακριά από το Ρούμελη Καβάκ σε ένα ύψωμα βρίσκονταν άλλοτε ένα Βυζαντινό μοναστήρι. Το άσυλο αυτό των μοναχών κτίσθηκε κατά τον l2ο αιώνα από  Ρωμαία Αυτοκράτειρα ή Ηγεμονίδα.

Ο Αλ. Κ. Υψηλάντης ταξιδεύων κατά το 1778 στα παράλια  του Πόντου και ξεκινώντας από την πόλη διέπλευσε τον Βόσπορο. Πέρασε λέγει, από το Ποριάζ Λιμάνι, ή το λεγόμενο Καρατάς.

Στο  ιερό της Ευρώπης είχε κατασκευασθεί  υπό  των Βυζαντινών τεχνητός λιμένας, όπου και γίνονταν η εκτελώνιση των εμπορευμάτων τα οποία διακόμιζαν τα πλέοντα  πλοία στο Βόσπορο.

Επί των ημερών του Σκ. Βυζάντιου (1862 και προηγουμένως)  σώζονταν τα ερείπια της εκεί αποβάθρας , τα οποία ονομάζονταν από  τους Τούρκους Σκάλα τελωνείου (Gümrük Iskelesi) από δε τους Γραικούς Μαύρος Μώλος. Για τον λόγο αυτό το μοναστήρι επί του  υψώματος  της θέσεως -όπου η στενή κοιλάδα-  ονομάζονταν Μονή του Μαύρου Μώλου η δε Παναγία η Παντάνασσα κρεμασμένη στο  εξωτερικό  Αγίασμα της Μονής και λέγονταν Μαυρομωλίτισσα. Το 1546 ο γνωστός Γύλλις είδε δύο  εκκλησίες στην περιγραφείσα τοποθεσία. Μία στο όνομα του Αγίου Νικολάου (για τούς Θαλασσινούς) και άλλη μία στο όνομα της Παναγίας Μαυρομωλίτισσας. Η δεύτερη ήταν μέσα στις καστανιές  για΄αυτό και λέγονταν  και Καστανιώτεισσα. Ο Γερλάχιος κατά το 1577 ομιλεί μόνο  για χωριό που το ονόμαζαν Καστανιαί κοντά στην Μαύρη Θάλασσα και προσθέτει ότι την 15 Αυγούστου  τελούνταν  πάνδημο  πανηγύρι στο οποίο  προσέρχονταν δέκα χιλιάδεν περίπου προσκυνητές από  άνδρες και γυναίκες.

   Ο Τρύφων Καραπεϊνικώφ (Ρώσος) το 1593 μνημονεύει και τις δύο εκκλησίες, του Αγίου Νικολάου και της  Θεοτόκου. Στον τότε ηγούμενο της Μονής Μαύρου Μώλου Ιωάσαφ είχε δώσει ως  δώρο του τότε Ρώσου Ηγεμόνα, εξήκοντα χρυσά νομίσματα.

   Κατά την αφήγηση από τον διάκονο Παύλο, στο ταξίδι  του ο Πατριάρχης Αντιοχείας Μακάριος, το 1652, επισκέφθηκε και το Καρατάς (Μαύρος Μώλος ή Μ. Πέτραι). Ο Παύλος λεει ότι υπήρχαν στο μοναστήρι εκείνο 40 μοναχοί. Η εκκλησία που ήταν ευρύχωρη  ετιμάτο στο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Κατά την περιγραφή  του  ιδίου διακόνου υπήρχαν δύο αγιάσματα-εξωτερικού και εσωτερικού- θαυματουργά. Επάνω από το εξωτερικό αγίασμα ήταν τοποθετημένη εικόνα της Παναγίας που φέρει το όνομα Παντάνασσα.

   Την Παναγία του Μαύρου Μώλου  επισκέφθηκε  και  ο  Άγγλος Τ. Smith το 1669, ο οποίος και  συνάντησε  τον  Ηγούμενο  αυτής Μακάριο. Ο Smith έλαβε πληροφορίες από τον  Ηγούμενο σύμφωνα με τις οποίες  προ 50 ή 60 χρόνια  ένας  καλόγηρος  (1609- 1619) από το Βüyükdere (Μπουγιουκδερέ) περιπατών μέσα  στο  δάσος  βρήκε  ένα  αγίασμα  όπου  ήταν  ζωγραφισμένη  και  μία  εικόνα της  Παναγίας.

 Το γεγονός αυτό είχε χαροποιήσει τους χριστιανούς των γύρω  χωρίων, γιατί υπήρχε παράδοσης ότι εκεί ήταν κτισμένη εκκλησία  Μονή.  Μετά από αυτό, σύμφωνα με την αφήγηση του Smith, ο μοναχός εκείνος με πολλούς κόπους και όχι λίγα έξοδα κατόρθωσε να  πάρει  άδεια να κτίσει την οικοδομή που επισκέφθηκε και ο  ίδιος ο Smith.

Μία φορά δε τον χρόνο έρχονταν εκεί και ο Πατριάρχης δια  να λειτουργήσει και έπαιρνε ως αμοιβή 500 άσπρα. Μετά περιγράφεται και το ανέκδοτο  του  κυνηγιού του Σουλτάνου Μεχμέτ του Δ'.(1668-1687), ο οποίος είχε περάσει από το μοναστήρι  και  του  προσέφεραν οι καλόγηροι τυρί και ένα καλάθι κεράσια.  Την μονή επισκέφθηκε και ο φανατικός καθολικός, πρεσβευτής της  Γαλλίας.  μαρκήσιος Olivier de Nointel το 1671. Την εποχή εκείνη ο Γάλλος αυτός έτρεχε στις εκκλησίες και τα μοναστήρια για  να  αποσπάσει πιστοποιητικά περί της "μετουσιώσεως  εν τω μυστηρίω  της  θείας  ευχαριστίας".  ιστοποιητικό  έλαβε ο προαναφερθείς πρεσβευτής και από  τον Ηγούμενο Μακάριο και τους μοναχούς  του  Μαύρου  Μώλου.  Φέρει επιγραφή  γαλλιστί «Attestation du superieur et des religieux du Μοnastre de  Mavromole». Όλα αυτά τα πιστοποιητικά και  αποσπάσματα από τις επιστολές του Nointel  συνελέγησαν και  καταχωρίσθηκαν από τους  Nicole, Arnauld, Renaudot,  στο πρόγραμμα  «Perpetuite de lα foi de l'Eglise  catholique  sur  Ι'eucharistie»,  που δημοσιεύθηκε από τον  Migne (Paris 1842). Η συνομιλία του Nointel  με  τον Ηγούμενο του Mαύρου  Μώλου  καταχωρήθηκε στον  Β΄ τόμο  στη σελίδα 1129.  O Nointel σαν ημέρα πανηγύρεως της Μονής του  Μαύρου  Μώλου  καθορίζει όχι την 15 Αυγούστου, αλλά τα εννεάμερα της Κοιμήσεως (23 Αυγούστου).  Ως  προς  τα λοιπά επαναλαμβάνει τις λεπτομέρειες τις οποίες εξέθεσαν  και άλλοι, τα της επισκέψεως του Σουλτάνου  Μεχμέτ  του  Δ'  (1648-1687),  τα σχετικά προς τον Μπασταντζή μπασή εις την δικαιοδοσία του  οποίου, υπάγονταν τα παράλια του Βοσπόρου, ότι κατ' έτος  έδιδαν ένα χρηματικό ποσό στον ανώτατο εκείνο  υπάλληλο  να μη ενοχλούνται από μεθυσμένους Τούρκους και από άλλους κακοποιούς.

  Στον Ηγούμενο Μακάριο έκαμε ερώτηση σχετική προς την  τύχη των τίτλων ιδιοκτησίας του Μοναστηριού. Η απάντηση  του  Ηγούμενου ήταν η εξής «εχάθησαν ένεκα των πολέμων και  των  πυρκαϊών».  Κατά το έτος 1675 το Μοναστήρι του Μαύρου Μώλου  είχε  επισκεφθεί και ο Άγγλος G. Wheler.

   Περί τα τέλη του ίδιου αιώνα ο αείμνηστος Αλέξανδρος  Μαυροκορδάτος ο εξ Απορρήτων, αλληλογραφεί με ένα μοναχό  της Μονής ονομαζόμενο Παχώμιο. Η επιγραφή της επιστολής έχει ως έξής:

«Τω οσιωτάτω Παχωμίω, τώ ενασκουμένω εν τη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου του Μαύρου Μώλου». 

Ο μακαρίτης  Β. Μυστακίδης  αναφέρει περί μιας εγκυκλίου που εξεδόθηκε κατά το 1693  και  υπογράφονταν από τον προαναφερθέντα -αν  όχι  ενός  άλλου- διαδόχου του ηγούμενου Μακαρίου. Η εγκύκλιος απελύθη για ελεημοσύνη και βοήθεια η οποία θα χρησίμευε  για την αγιογράφηση και την  καλλονή των ιερών εικόνων της Πατριαρχικής Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας του Μαύρου Μώλου. Από το περιεχόμενο της εγκυκλίου ο Μυστακίδης σημείωσε τα εξής χαρακτηριστικά στον τρόπο της κοινωνικής ζωής των τότε χριστιανών :  

«ένευσαν στις καρδιές των κρατούντων και έδωσαν θέλημα και ορισμόν  βασιλικόν και ανεκτίσθει και ανακαινίσθη ο  σεβάσμιος  και  πάνσεπτος ναός της ημετέρας Μονής και εγένετο περικαλλής  και ωραίος  πλην στερείται έτι ζωγραφίας».

    Τα παραπάνω συμφωνούν με όσα σχετικά γράφει ο Τούρκος Ιστορικός Ρασίτ, τον οποίο εις μερικά σημεία μετέφρασε λάθος o Χάμμερ και ο αντιγράφων αυτόν εις το σημείο αυτό ημέτερος Σκαρλάτος Βυζάντιος . Ορθότερο μεταφράζει ο Α. Υψηλάντης καίτοι περιληπτικότερο :

«έτει του Χιτζρέ (εγίρας)  1026 (1616) μοναχώ τινί τούνομα Ησαΐας από το βακίφι του Σουλτάν-Μπαγιαζίτη  με πεντηκόσια άσπρα μουκατάν τον χρόνο να εδόθει ο τόπος  εκείνος  (της Μονής την Μαύρου Μώλου) θανόντος δε του  Ησαΐα,  διήλθε   εις άλλο  μοναχό τούνομα Διονύσιος και τούτου θανόντος διήλθε με φεραγάτι (τίτλο τελείας πωλήσεως) στον μοναχό Κυριακόν, ο οποίος έκτισε εκεί και εκκλησία και κελιά, και τείχη αυτά περιέφραξε, ηυξήσας  και τας αμπέλους και τους αγρούς τη  καλλιέργεια της γής, με την άδεια του μουτεβελή  (επιτρόπου  του  βακουφίου = αφιερωμένο κτήματος) και προσθείς αυτοίς και  μαγαζιά και λιμένας και  μποστάνια και ταλάνια και  συναγαγών  παρ αυτώ άλλους  δέκα  μοναχούς την μοναδική εκείσε διήγον  ζωή. Θανόντος δε του Κυριακού οι δέκα αυτοί μοναχοί πήραν και άλλο τόπο από το τζαμί, κάμνοντας τον μηνιαίο μουκατάν άσπρα διακόσια».

Και τω έτει του Χιτζρέ 1096 (1671),  με  τεμεσούτι  (τεμεσούκι) του μουτεβελή έγινε φεραάτι=(πώλησις) το μηναστήρι μέ όλα αυτού τα πέριξ στους 10 μοναχούς.  Μετά  τω  έτει του Χιτζρέ 1102 (1690) προφασιζόμενοι οι εν αυτώ μοναχοί  ότι  το  μοναστήρι,  πήραν άδεια  και  έκτισαν και την εκκλησία και τα περί αυτήν κελιά και  μεγαλύτερα  και μεγαλοπρεπέστερα, συναθροίσαντες  τους χριστιανούς χρήματα πολλά. Τους εράνους προς οικοδομή και μάλιστα προς διάκοσμο της Μονής αναφέρει, και η εγκύκλιος του Μακαρίου.

    Παρά τα άφθονα μέσα συντηρήσεως του Μοναστηριού  άγνωστο για ποιους λόγους, επί της ηγουμενίας του Μακαρίου, εξεδόθη πατριαρχικό και συνοδικό γράμμα,  διορίζονται το 1672,  πατριαρχεύοντος το  πρώτον  Διονύσιου του Δ΄ του Μουσελίμη, λαϊκοί επίτροποι για  την  οικονομική  διαχείριση της Μονής του Μαύρου Μώλου. Ο Ιεροσολύμων Πατριάρχης Δοσίθεος μας διέσωσε αντίγραφο του γράμματος αυτού  και  τα ονόματα των επιτρόπων (κυρ Κωνσταντή Ρείς και  κυρ  Νικόλα  ρεϊς και κυρ Γεωργάκη ρείς και Ελευθερίου και Χατζή κυρ Ιωάννου, και Γεωργίου Ντέτη και Χατζή κυρ Αγάλου) .

Αυτοί θα είχαν την διοίκηση,  να  επιστατούν τα κτήματα και αφιερώματα και ακίνητα και την  φροντίδα  δι' όλες τις δαπάνες και τα  εισοδήματα. Από τις τελευταίες φράσεις του πατριαρχικού εγγράφου μπορεί να βγει το συμπέρασμα, ότι  ελάμβαναν  χώρα  καταχρήσεις στην διαχείριση της Μονής. Ο από Βεροίας Οικ. Πατριάρχης Κύριλλος o Κονταρής, αντίπαλος του Κυρίλλου του Λουκάρεως,  παρεχώρησε το Μοναστήρι του Μαύρου Μώλου κατά το 1635  στους  Βατοπεδινούς, ενώ ο Λούκαρις στους  Ιβηρίτες.  Οι  παραχωρήσεις αυτές διήρκεσαν λίγο. Η  Μονή καθώς πληροφορούμαστε και από τον Τούρκο  Ρασίτ  και  από  την  εγκύκλιο του Ηγουμένου Μακαρίου, περί της  οποίας  έγινε  λόγος και από άλλες πηγές, (Smith κ. α.) δεν έπνεε  τα  λοίσθια κατά  το  1672. Κατεστράφη είτε διότι κτίσθηκε, κατά τον Ρασίτ, επί βακουφικού  εδάφους περιερχομένου στο βακούφ όταν μετά θάνατο  του  ιδιοκτήτου  δεν υπάρχουν άμεσοι κληρονόμοι, ή διότι  ανοικοδομούντες τον ιερό ναό του μοναστηριού, ή κτίζοντας άλλο νέο, ύψωσαν  και εξέτειναν αυτόν περισσότερο από ότι έπρεπε, ή κατά τον συγγραφέα του  κήπου  των τζεαμίων, γιατί βρέθηκαν σ΄αυτό κριμένα όπλα. (Σκ. Βυζάντιος)

Δεν μας λέγει ο Richard Pococks που   στηριζόμενος γράφει ότι το μοναστήρι του Μαύρου Μώλου  (Das  Kloster von  Mavro Μοlο höher herauf ist zerrstöret) γκρεμίσθηκε γιατί κατέστη τόπος διαφθοράς  για τους ναυτικούς  και τον λοιπόν όχλο.

΄Oπως και αν έχει η λεπτομέρεια των  αιτιών  της  καταστροφής το Μοναστήρι του1713 γκρεμίσθηκε  από  τον κατακτητή  της Πελοποννήσου Τζιν Αλή Σεχχίτ πασά  ο οποίος σκοτώθηκε στην  μάχη του Πέτερβαραντινο. Τότε μεταφέρθηκε από εδώ στην εκκλησία των Ασωμάτων  στις Εστίαις (Μέγα Ρεύμα), γράφει ο Σκ. Βυζάντιος,  η μέχρι νυν προσκυνούμενη εκεί αρχαία εικόνα της Θεοτόκου,  η  επιλεγόμενη για το λόγο αυτό Μαυρομωλίτισσα.

Οι διασκορπισθέντες μοναχοί - μερικοί απ' αυτούς -  την Μαυρομιωλίτισσα, στο Μέγα Ρεύμα.  Προτίμησαν το  χωριό αυτό γιατί ήταν το πολυπληθέστερο και ασφαλέστερο. Για  την μεταφορά  αυτής έχουμε διάφορες ιστορικές μαρτυρίες  εκ της  παραδόσεως η οποία πάντοτε ζωντανή διαμένει στον νου και στην καρδιά των Μεγαρευμιωτών.

Ο Καισάριος ο Δαπόντε το 1768 έγραψε την Απαρίθμηση  των ονομασιών Ναών και Μονών της Παναγίας. Για την Παναγία την Μαυρομωλίτισσα (την εικόνα) λέγει:

 

        Φευ, τώρα αφανίσθηκεν, έχομε μετά βίας (Βλαχέρναι)
        μόνον ταγίασμα αυτής, βρύσιν θαυματουργίας,
        καθώς και προ πεντήκοντα ετών κατεδαφίσθει
        του Μαύρου Μώλου η μονή και  εχάθη, αφανίσθη
         ητον απάνω στο Στενό, κοντά εις το Φανάρι,
        των Μαυροθαλασσίτικων των καραβιών καμάρι,
        την Παναγίαν και αυτή ήξευρε νοικοκύρη
        και χρόνον έκανε μεγάλο παναγύρι
        Πάγω στο Αρναούτκιοϊ, μεταβαίνω στην Εκκλησίαν
        και την Μαυρομωλίτισσαν βλέπω την Παναγίαν
        όπου εφέρθηκεν εδώ από το Μαυρομώλου
        αφόντες εκρημνίσθηκεν αυτό όλως διόλου
        καθώς ετών προ εκατόν αθλίως εκρημνίσθη
        Βασιλική πάλιν χειρί και πάντη αφανίσθη.

   Και οι κώδικες της Κοινότητας αναφέρουν  εις πολλά  μέρη  για την εικόνα της Παναγίας της Μαυρομωλίτισσας, αλλά και αυτή η πανάρχαιος εικών που είναι  τυλιγμένη  με  μουσαμπά- διότι εφαγώθη με την πολυκαιρία από τα ζωύφια –φωνάζει από που ήλθε.

    Κατά το έτος 1798 αναγινώσκομεν «δια όσα από  της πωλήσεως των  39 στασιδίων του  γυναικείου αντίκρυ της Μαυρομολίτισσας εις τον Χαντζερή αυθέντην γρ. 500 του κουτίου έμπροσθεν των αγίων εικόνων της Μαυρομωλίτισσας και Ταξιαρχών».

Στο φύλλο 81α  (1802)  καταχωρίζεται το εξής «από βιστιάρην Γρηγόριον διά το λάδι  της  Μαυρομωλίτισσας γρ. 5  Εις 87α (1803) και από συνάξεις κουτιών των  κατ΄ έμπροσθεν κουτιών των αγίων εικόνων Μαυρομωλίτισσας »και εις την άλλη σελίδα του  ίδιου  φύλλου  αναφέρεται  από τον Χατζή Θεοχάρην Τουτουντζήν διά το λάδι της  κανδήλας  της  υπεραγίας Θεοτόκου Μαυρομωλίτισσας, κ.α.  

Το όμορφο Μέγα Ρεύμα . Διακρίνεται και ο ναός των Παμμ. Ταξιαρχών. Κατά το 1808 έγινε το μεταχίσιμον  του ασημιού της εικόνας της Υπεραγίας  Θεοτόκου  της Μαυρωμολίτισσας, αφού προ τριών ετών είχαν βάλει «πέτρα σομακιά» εμπρός  εις  την  Παναγία. Υπήρχε δε και ένα  εικονοστάσιο  (τέμπλον)  όπου ετοποθετείτο η εικόνα την οποία τόσον πολύ ετίμων oι  Μεγαρευμιώτες. Και σε πολλά  άλλα  μέρη  των  κωδίκων μνημονεύεται η ιστορική εικόνα της Μαυρομωλίτισσας,  δια  την  οποίαν βρίσκουμε και «αδελφάτον» κατά το 1834. Τότε, μη υπάρχοντος στην σουλτανική Τουρκία νόμος περί  νομικών  προσώπων, σχηματίζονταν αδελφότητες με την έγκριση  μόνο  του  Οικ. Πατριαρχείου. Κατά την ανακωχή την επακολουθήσασαν τον  πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σενεστήθη  αδελφότητα  με  κανονισμό  έντυπον όντος επιτίμου προέδρου του γράφοντος αυτές τις γραμμές Θεοφιλεστάτου τότε Επισκόπου Σκοπέλου Γενναδίου.  Τακτικός πρόεδρος ήταν ο μακαρίτης αρχιτέκτων Γεώργιος Κόββας,  αντιπρόεδρος δε ο κ. Χρήστος Βλαχόπουλος. Η Αδελφότητα φρόντιζε  για την διατήρηση της εικόνας, την διοργάνωση πανήγυρης για την 23  Αύγούστου, η οποία προσλάμβανε τον χαρακτήρα  πανηγυρικής  εκδρομής  μεγάλο μέρους του χωριού. Μετέβαιναν πολλοί εγχώριοι  και  ξένοι,  κατ΄ αρχάς με καΐκια, έπειτα με μοτόρια και βαποράκια, που τα παραχωρούσαν δωρεάν ομογενείς εφοπλιστές, στο ύψωμα του Mαύρου Μώλου όπου και το αγίασμα. Εκεί ετοποθετείτο η μεταφερόμενη εικόνα  και εψάλλετο η ακολουθία του  Αγιασμού από τον Κλήρο του Μ. Ρεύματος, ενώ προπορεύονταν της εικόνας τα ΄Αγια εξαπτέρυγα.  Ο εξιστορών αυτά (Επίσκοπος Σκοπέλου Γεννάδιος) δύο φορές είχε το ευτύχημα να προεξάρχει της πανήγυρης αυτής ως  αρχ. προϊστάμενος  Μ. Ρεύματος, κατά τα έτη 1921 και 1922. Εκτοτε περιωρίσθηκε ο εορτασμός εντός του ναού όπου και ψάλλεται ο αγιασμός. Η πανήγυρις, καθώς είδαμε, τελείτο  την 15η Αυγούστου και αργότερα (1675) την 23η Αυγούστου.

    Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό προσθέτη ο Θεοφιλέστατος και το εξής. Ο Σιδερίδης φρονεί ότι ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης κατά  το  τέλος  του  12ου αιώνα γράφων επιστολή και σημειώνων τας λέξεις:

« τούτο δε  το εν προθύροις της μεγαλοπόλεως και δια τούτο επί  μνήμης ημίν» είχε υπ' όψιν την Μονή του Μαύρου Μώλου. Προ  των  λέξεων  αυτών αναφέρονται τα έξής λόγια του Ευσταθίου:

«ο παρών  είτε ηλιόκαυστος, είτε και άλλως ειπείν μελανόχρους..  δίς ήδη  ελθών εις ημας, και ως εκ φίλων αποδεχθείς, το μεν πρώτον  εις μαυροκαλόγηρον ετιμήθη, άρτι δε και εις μαυροηγούμενον». Αυτά τα μαύρα, λέγει ο Ξ. Σιδερίδης, αναφέρονται στον Μαύρο Μώλο. Όλοι  όμως οι καλόγηροι φορούν μαύρα. Έπειτα το μαύρο χρώμα, καθώς  είδαμε, για την Μονή στην οποία αναφερθήκαμε  έχει σχέση αποκλειστικώς με το χρώμα του χώματος και όχι των φορεμάτων. Εκτός τούτου  πώς ήταν  δυνατό η Μονή μόλις κτίσθηκε - η κτίσις της συμπίπτει με την  χρονολογία των γραφομένων του Ευσταθίου να ονομάσθει για τον  προαναφερθέντα λόγο Μαυρομωλίτισσα; Το moles-Μώλος. «To έγγιστα της πόλεως» δεν προσθέτει τίποτε στην εικασία του Σιδερίδη. Καθώς εμνημόνευσα ήδη ο ηγούμενος της Μονής Μακάριος δήλωσε εις τον Γάλλο de Nointel ότι από τον Τοπχανέ έως τον  Μαύρο Μώλο επί Βυζαντινών, υπήρχαν  350  μοναστήρια. Οσονδήποτε υπερβολική και αν θεωρηθεί η δήλωση αυτή  η φράση «ώς έγγιστα» δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για την εικασία εκείνη.
 

 

Home ]
Last modified: ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 22,  2021